ἔχονται

ἔχονται
ἔχω
check
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • ἔχονθ' — ἔχοντα , ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc pl ἔχοντα , ἔχω check pres part act masc acc sg ἔχοντι , ἔχω check pres part act masc/neut dat sg ἔχοντι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (doric) ἔχοντε , ἔχω check pres part act masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχοντ' — ἔχοντα , ἔχω check pres part act neut nom/voc/acc pl ἔχοντα , ἔχω check pres part act masc acc sg ἔχοντι , ἔχω check pres part act masc/neut dat sg ἔχοντι , ἔχω check pres ind act 3rd pl (doric) ἔχοντε , ἔχω check pres part act masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”